- καταληκτικῶς
- καταληκτικόςleaving offadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαταληκτικώς — ἀκαταληκτικῶς (Α) [καταληκτικῶς] (επίρρ). χωρίς κατάληξη, χωρίς τέλος, χωρίς διακοπή. (Επίκτ. 2.23.46) … Dictionary of Greek
καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός … Dictionary of Greek